Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη - Definition. Was ist Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη
Diclib.com
Online-Wörterbuch

Was (wer) ist Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη - definition


Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη         
ΟΡΜΌΝΗ ΠΟΥ ΠΑΡΆΓΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΥΠΌΦΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΓΕΊΡΕΙ ΤΟ ΘΥΡΕΟΕΙΔΉ ΑΔΈΝΑ ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΉ ΤΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΏΝ ΟΡΜΟΝΏΝ
Θυρεοτροπίνη
Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (επίσης γνωστή ως TSH ή θυρεοτροπίνη) είναι μια ορμόνη που διεγείρει το θυρεοειδή αδένα να παράγει θυροξίνη (Τ4), και στη συνέχεια, τριϊωδοθυρονίνη (Τ3), η οποία διεγείρει τον μεταβολισμό σχεδόν όλων των ιστών του σώματος. Είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που συντίθεται από τα βασεόφιλα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, και η οποία ρυθμίζει την ενδοκρινή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα.
Θυλακιοτρόπος ορμόνη         
Η θυλακιοτρόπος ή ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH, από το αγγλικό follicle-stimulating hormone) είναι μια γοναδοτροπίνη, μια γλυκοπρωτεϊνική πολυπεπτιδική ορμόνη. Η FSH συντίθεται και εκκρίνεται από τα γοναδοτροπικά κύτταρα της πρόσθιας υπόφυσης και ρυθμίζει την ανάπτυξη την εφηβική ωρίμανση και τις αναπαραγωγικές διαδικασίες του σώματος.
Τεστοστερόνη         
OΡΜΌΝΗ ΥΠΕΎΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΕΥΌΝΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΎ ΦΎΛΟΥ
Τεστοστερόνη (ορμόνη)
Η τεστοστερόνη είναι μια στεροειδής ορμόνη που ανήκει στην ομάδα των ανδρογόνων. Στα θηλαστικά η τεστοστερόνη εκκρίνεται από τους όρχεις των αρσενικών και τις ωοθήκες των θηλυκών, αν και μικρές ποσότητες εκκρίνονται και από άλλους αδένες, όπως τα επινεφρίδια.